αδιαβεβαίωτος

αδιαβεβαίωτος
η , ο [ος , ον ] см. ανεπιβεβαίωτος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αδιαβεβαίωτος" в других словарях:

  • αδιαβεβαίωτος — η, ο (Α ἀδιαβεβαίωτος, ον) [διαβεβαιώνω] αυτός που δεν διαβεβαιώθηκε, για τον οποίο δεν υπάρχει βεβαιότητα, ανεξακρίβωτος, αμφίβολος …   Dictionary of Greek

  • ἀδιαβεβαιώτου — ἀδιαβεβαίωτος unconfirmed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»